- γαμικός
- ή, -ό (AM γαμικός, -ή, -όν) [γάμος]ο σχετικός με τον γάμονεοελλ.φρ. «γαμικό σύμφωνο» — συμβολαιογραφικό έγγραφο με το οποίο οι σύζυγοι ρυθμίζουν πριν τον γάμο τις περιουσιακές τους σχέσειςαρχ.1. φρ. α) «γαμικοί νόμοι» — νόμοι που ρυθμίζουν τα θέματα τού γάμουβ) «γαμική ὁμιλία» — η συνουσίαγ) «γαμικός ὕμνος» — τραγούδι τού γάμου2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαμικάο γάμος3. το αρσ. ως ουσ. ο γαμικόςαυτός που βρίσκεται σε ηλικία γάμου.
Dictionary of Greek. 2013.